- ῥαγῆς
- ῥαγήfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ῥαγῇς — ἀράσσω smite aor subj pass 2nd sg ῥάσσω strike aor subj pass 2nd sg ῥαγή fem dat pl (epic) ῥήγνυμι break asunder aor subj pass 2nd sg ῥᾱγῇς , ῥήγνυμι break asunder aor subj pass 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιρραγής — ἁλιρραγής, ές και ἁλίρρηκτος, ον (Α) αυτός που επάνω του σπάζουν τα κύματα τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + ραγής < ἐρράγην, ῥήγνυμι «θραύω, σπάζω, συντρίβω» ο τ. ἁλίρρηκτος < ἁλι * + ρηκτός < ῥήγνυμι] … Dictionary of Greek
αναρραγής — ἀναρραγής, ές (Μ) ο άρρηκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * στερ. + (ρ)ραγής < ρήγνυμι] … Dictionary of Greek
νεορραγής — νεορραγής, ές (Α) αυτός που έσπασε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + (ρ)ραγής (< ῥήγνυμι), πρβλ. πολυ ρραγής, χρυσο ρραγής] … Dictionary of Greek
χρυσοραγές — Α (κατά τον Ησύχ.) «χρυσοβαφές». [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ραγές, ουδ. τού ραγής (< συνεσταλμένη βαθμίδα ῥαγ τής ρίζας τού ρ. ῥέζω* «βάφω»)] … Dictionary of Greek